- γκαβότ
- (gavotte). Παλαιός γαλλικός χορός λαϊκής προέλευσης σε μέτρια ρυθμική αγωγή και διμερές μέτρο. Ήταν της μόδας στις αυλές στο τέλος του 16ου αι. και σε ιδιαίτερη ακμή την εποχή του Λουδοβίκου ΙΔ’ και του Λουδοβίκου IE’. Η ονομασία του προέρχεται από το Gavots, το όνομα των κατοίκων της γαλλικής περιοχής Gap. Η γ. εισήλθε πολύ γρήγορα στο μουσικό θέατρο –όπως στα μπαλέτα του Λουλί– και στην οργανική μουσική. Τη βρίσκουμε στις συνθέσεις των διασημότερων μουσικών· στα κοντσέρτα του Φρανσουά Κουπρέν, σε έργα του Ραμό, σε κοντσέρτα για εκκλησιαστικό όργανο, στη σουίτα αριθ. 14 του Χέντελ, καθώς και σε πολλά έργα ενόργανης μουσικής του Μπαχ, του Γκοσέκ, του Γκλουκ και του Μέιλ.
Dictionary of Greek. 2013.